«Νιώθω σαν Ελληνίδα και την Ελλάδα σαν το σπίτι μου», δηλώνει η Ιταλίδα σταρ που θα ερμηνεύσει σε λίγες μέρες τη Μαρία Κάλλας στο Ηρώδειο και μιλά στο «ΘΕΜΑ» για όλα όσα τη συγκινούν, την εμπνέουν και την τρομάζουν
Καύσωνας, έρημη Αθήνα στην καρδιά του Αυγούστου, ελάχιστοι αμέριμνοι περαστικοί έξω από το «Χίλτον», οι οποίοι προφανώς αγνοούν ότι στη σουίτα 1000 αυτή τη στιγμή δροσίζεται, τρώγοντας προφανώς κάποιο αγαπημένο της ελληνικό φρούτο, μία από τις πιο διάσημες και ερωτικές γυναίκες του πλανήτη: η Μονικα Κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από την αγαπημένη της Παρο, όπου συνηθίζει να περνάει τις διακοπές της, η Μόνικα δείχνει να απολαμβάνει με κάθε τρόπο την άδεια πόλη: επισκέπτεται το Ηρώδειο, κατεβαίνει στο κέντρο, πετάγεται μέχρι τη Βουλιαγμένη.
Ενθουσιασμένη που σε λίγες μέρες θα ερμηνεύσει τη Μαρια Καλλας, δεν σταματά να σκέφτεται μια σειρά από συμπτώσεις που την έχουν κάνει να πιστεύει ότι η «συνάντησή» της με τη «La Divina», όπως αποκαλούσαν την Κάλλας, είναι σχεδόν μεταφυσική: την ώρα που κάθεται στα πέτρινα καθίσματα του ρωμαϊκού θεάτρου, κάτω ακριβώς από την Ακρόπολη, θα προσγειωθεί στον λαιμό της μια πεταλούδα. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στο Παρίσι, όταν προσπάθησε να προβάρει τα φορέματα της Μαρίας Κάλλας και συνειδητοποίησε ότι της κάνουν με θαυμαστή ακρίβεια ή όταν κάθισε στους καναπέδες που κάποτε δέσποζαν στο καθιστικό του σπιτιού της μοιραίας ντίβας, νιώθοντας ότι κάτι από το αίμα της κυλάει στις δικές της φλέβες. Τα λέει και συγκινείται, σχεδόν αλλάζει ο τόνος της φωνής της – και δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι το μαύρο ριχτό φόρεμα που φοράει, καθώς κάθεται απέναντί μου στη σουίτα του «Χίλτον», είναι σχεδόν ίδιο με ένα αντίστοιχο φόρεμα που λάνσαρε σε κάποια καλοκαιρινή της έξοδο -μία από τις λίγες χαρούμενες- η Μαρία Κάλλας με τον Ωναση.
«Μα ήταν ο έρωτάς της με τον Ωνάση που τη στοίχειωσε, κακά τα ψέματα ό,τι και να λέμε. Αυτός την εξόντωσε και την καθόρισε», δηλώνει κατηγορηματικά η Μονικα, ξέροντας πως έχει διεισδύσει σε όλες τις πτυχές της ψυχής της σπουδαίας ερμηνεύτριας, στα ημερολόγια και τις επιστολές από όπου εμπνέεται και η παράσταση, την οποία σκηνοθετεί ο Τομ Βολφ, ο οποίος είχε κάνει και σχετική ταινία για την Κάλλας. Η παράσταση, που θα ανέβει τέλη Σεπτέμβρη στη σκηνή του Ηρωδείου με τη σφραγίδα του πολιτιστικού οργανισμού «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου, υπό τον τίλο «Μαρία Κάλλας: Επιστολές και Αναμνήσεις», έχει ήδη σημειώσει μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Μαρινί στο Παρίσι, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να είναι μια ευτυχής συγκυρία για την Μπελούτσι να συνδέεται άμεσα με την Κάλλας που ήταν μισή Ελληνίδα, μισή Ιταλίδα, διαθέτοντας μια ιδιοσυγκρασία καθαρά μεσογειακή. «Η Ελλάδα και η Ιταλία είναι πηγές πολιτισμού – μην το ξεχνάμε αυτό», μου λέει γελώντας και ξαπλώνοντας με άνεση στον καναπέ της σουίτας του «Χίλτον».
«Εχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ούμπρια, δεν μπορώ να μην αγαπήσω, ούτε και να μην καταλάβω την Ελλάδα. Είμαι Μεσογειακή 100% τόσο ως ταμπεραμέντο όσο και στον τρόπο σκέψης και ξέρω ότι όχι μόνο έχουμε κοινή κουλτούρα, αλλά κατά κάποιον τρόπο μιλάμε την ίδια γλώσσα». Μου λέει πως πάντα ήταν περήφανη για την καταγωγή της, την οποία πάντα διαφήμιζε όπως μπορούσε. «Ισως γι’ αυτό νιώθω τόσο μεγάλη οικειότητα κάθε φορά που επιστρέφω στη χώρα σας. Νιώθω πραγματικά σαν Ελληνίδα. Παρότι δεν έχω ζήσει στην Ελλάδα, είναι σαν το σπίτι μου και παρότι ακούγεται ανεξήγητο και παράλογο, συμβαίνει. Είναι αυτή η οικειότητα, η σύνδεση, η μεταφυσικού τύπου ταύτιση που με κάνει να νιώθω οικεία όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με την Κάλλας».
Επιβεβαιώνοντας τη φήμη της
Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που μιλάει για την Ελλάδα και την Κάλλας η φωνή της Μπελούτσι ανεβαίνει αρκετούς τόνους υψηλότερα. Εξάλλου ως Ιταλίδα έχει μάθει να αγαπάει τις κωμωδίες-σήμα κατατεθέν της πατρίδας της και δεν φοβάται να εκφράζεται, να αυτοσαρκάζεται ή να παρωδεί τον εαυτό της: «Οι Ιταλοί και οι Ελληνες ξέρουμε από το γέλιο και το κλάμα», όπως ομολογεί. Ο φυσικός της τρόπος να αντιδρά στα σχόλια και ο ζεστός της χαρακτήρας έρχεται, ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τον μύθο της μοιραίας γυναίκας που μπορεί να έχει πλάσει κανείς για εκείνη, καθώς σου δημιουργεί την αίσθηση ότι μιλάς με μια φίλη. Απόλυτα οικεία και προσηνής, δεν έχει βεντετισμό και, παρότι κορυφαίο όνομα, δεν θα επιτρέψει να σκεφτείς ότι δεν είναι μεσογειακή, απλή και ενθουσιώδης. Οντως πανέμορφη και όντως η γυναίκα που δικαιολογημένα έχει κάποια στιγμή κάθε άνδρας ονειρευτεί. Εξάλλου, πριν από τη συνέντευξη, ήταν άπειρα τα ανδρικά αιτήματα για αυτόγραφο, κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη περίπτωση διάσημης πρωταγωνίστριας. Επιβεβαιώνοντας εκ των υστέρων στους άρρενες φίλους μου την ακατανίκητη ομορφιά της Μονικα, αυτό που ωστόσο πρέπει να ομολογήσω είναι ότι κανείς φωτογράφος μέχρι τώρα δεν κατάφερε να αναπαραστήσει τη ζεστασιά που έχει το βλέμμα της όταν σε κοιτάει. Τα μελιά μάτια και η ζεστή σέξι φωνή που συνιστά αναμφίβολα στοιχείο της γοητείας της είναι τα στοιχεία που σου μένουν για πάντα. Δεν ξέρω αν το ξέρει, αλλά ακόμα και έτσι να είναι, δεν φαίνεται για την ώρα να την απασχολεί, αφού φροντίζει να διαχωρίζει με κάθε τρόπο την ιδιωτική από τη δημόσια εικόνα της: «Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυτίζεις τη δημόσια εικόνα με την προσωπική γιατί αν το κάνεις, χάθηκες», μου λέει σαν να διαβάζει τη σκέψη μου. «Είναι πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να καταλαβαίνεις ότι άλλο οι ρόλοι που καλείσαι να ενσαρκώσεις ως δημόσιο πρόσωπο και άλλο αυτό που ζεις στην καθημερινότητα και στην προσωπική σου ζωή – εντελώς άλλο».
Τη ρωτάμε πόσο μπορεί να ισορροπεί ανάμεσα στις δύο εκφάνσεις της προσωπικότητάς της και πόσο επιδέξια χειρίζεται αυτό το παιχνίδι του σκύλου με τη γάτα τόσο με τον ίδιο της τον εαυτό όσο και με τους ανθρώπους. «Βοηθάει το ένστικτο και αυτό είναι που πρέπει κανείς να ακούει πρώτο. Ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να με προδίδει. Ειδικά όσον αφορά τις απαντήσεις που πρέπει να δώσω αναφορικά με συνεργασίες, είναι η εσωτερική φωνή που με παροτρύνει ώστε να ανταποκριθώ θετικά ή αρνητικά. Είναι αυτή που θα μου υπαγορεύσει αν κάτι μου ταιριάζει ή όχι – και στη συνέχεια το συγκροτώ στο μυαλό μου ανάλογα με τα επιχειρήματα. Ετσι, ακόμα και αν κάτι που επιλέγω δεν έχει επιτυχία, υπάρχει κάποιος λόγος που το ένστικτό μου με έχει παρακινήσει να κινηθώ προς αυτή την κατεύθυνση και αυτό το καταλαβαίνω εκ των υστέρων. Πολλές από τις επιλογές μου μπορεί ενίοτε να μοιάζουν ατυχείς, αλλά απλώς με προετοιμάζουν για το επόμενο πρότζεκτ». Ομολογώ πως έχει απόλυτο δίκιο αφού κάποιες από τις ταινίες που έχει κάνει έχουν αποκαλύψει εκ των υστέρων το νόημά τους: τα ματωμένα δόντια της ως νεαρή σέξι ακόλουθος του Κόμη Δράκουλα στην ομώνυμη ταινία του Κόπολα είναι που τη βοήθησαν να δαγκώσει επιδέξια το δύσκολο σώμα της διασημότητας, το οποίο εκμεταλλεύτηκε με τον κατάλληλο τρόπο: ως η ερωτική γυναίκα που δεν επιβαλλόταν μόνο με την εμφάνιση αλλά και με την προσωπικότητα. Σόκαρε, αντίστοιχα, με τη Μαλενα αλλά και με το «Μη αναστρέψιμος», αφού κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί αυτή την αδιανόητη ομορφιά να συντρίβεται υπό το βάρος ενός ωμού βιασμού που ο Νοέλ δεν φοβήθηκε να αναπαραστήσει με κάθε λεπτομέρεια.
Η Μόνικα δεν ακολούθησε την πεπατημένη∙ είχε προλάβει να γυρίσει εναλλακτικές ταινίες επειδή γούσταρε το σενάριο, τον ρόλο ή τον δημιουργό τους και σε μία από αυτές, στο «Διαμέρισμα», γνώρισε τον πρώην σύζυγο της, τον Κασελ, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Και είναι τρομερό πόσο συγκλονιστικά της μοιάζει η μεγαλύτερή της κόρη, η Ντίβα (ναι, αυτό είναι το όνομα της!). Συμφωνεί, επομένως, με την επισήμανσή μου ότι καλώς το ένστικτό της την έσπρωξε σε πιο low voice δουλειές που τώρα φαίνεται ότι είχαν λόγο και σκοπό να γίνουν. «Μα είναι λογικό η δουλειά ενός ηθοποιού να έχει να κάνει πολύ με τη φάση που περνάει», μου απαντάει. «Για να καταλάβεις πόσο μετράει μια δουλειά πρέπει να συνυπολογίσεις μια σειρά από διαφορετικούς και ετερόκλητους παράγοντες που, ευτυχώς, δεν αφορούν πάντα την επιτυχία. Αλλωστε πολλές ταινίες που προαλείφονται για μεγάλο σουξέ βλέπεις να αποτυγχάνουν στην πορεία και άλλες να μη βγαίνουν καν στις αίθουσες. Οπότε το μέτρο και η λογική της επιτυχίας είναι πάντα σχετικά. Ειδικά αν έχεις μια καριέρα αρκετών χρόνων, επιβάλλεται να βλέπεις και να κρίνεις τα πράγματα από απόσταση, κοιτώντας προς τα πίσω και αυτό, τολμώ να πω, σημαίνει ωριμότητα. Αλλιώς μετράς τα πράγματα στα είκοσι, αλλιώς στα πενήντα. Για να μιλήσω ειλικρινά, δεν θα μπορούσα με τίποτα να φανταστώ να έχω την πολυτέλεια να απορρίπτω ή να δέχομαι προτάσεις στην ηλικία που βρίσκομαι. Το θεωρώ μεγάλο δώρο το ότι μπορώ να είμαι ακόμα δημιουργική ως προς τις επιλογές μου και αυτό που κάνω ύστερα από τόσα χρόνια».
Αυτή είναι, μεταξύ άλλων, η επιστολή που συνέτριψε την Μπελούτσι και την έκανε να σκεφτεί την Κάλλας σαν ένα «ευαίσθητο πουλάκι με εύθραυστη καρδιά», όπως μας ομολογεί, και απόδειξη είναι το συντριπτικό, λόγω έρωτα, τέλος της. «Δεν είναι τυχαίο ότι η Καλλας τα έπαιρνε όλα τόσο βαριά γιατί ακριβώς ήταν ένας βαθύς άνθρωπος με πολύ ευαίσθητες κεραίες. Τα πάντα αποκτούσαν γι’ αυτή χροιά συμπαντική, ακόμα και όταν τραγουδούσε δεν ερμήνευε απλώς ένα κομμάτι, αλλά επικοινωνούσε και αποσκοπούσε σε κάτι ανώτερο. Ηξερε ότι υπάρχει κάτι που την υπερβαίνει και τη μετατρέπει σε μια γυναίκα πέρα και πάνω από τα επίγεια μέτρα». Για την ίδια την Μπελούτσι αυτό είχε να κάνει με το απόλυτο της ομορφιάς, γι’ αυτό και δεν έχει καμία σημασία που η Κάλλας δεν γεννήθηκε όμορφη. «Ηταν εξωπραγματική από κάθε έννοια ακριβώς γιατί συνόψιζε όλες τις όψεις της ανθρώπινης φύσης: την καλή και την κακή, την ωραία και την άγρια, όλες τις ανθρώπινες αντιφάσεις. Είχε την τερατώδη και την ευγενική εκδοχή που μπορεί να διαθέτει σε απόλυτο βαθμό ένας άνθρωπος. Και όλα αυτά την ίδια στιγμή ταυτόχρονα». Δεν μπορώ, λοιπόν, να μη ρωτήσω την Μπελούτσι, έναν άνθρωπο που δέχτηκε το δώρο της ομορφιάς τόσο απλόχερα από τη φύση, τι είναι για την ίδια ομορφιά. «Νομίζω πως είναι κάτι ανώτερο που καλλιεργείται από την ίδια την ψυχή, γι’ αυτό και για μένα είναι άμεσα συνυφασμένη με την τέχνη. Αλλωστε αυτή είναι που μας δίνει το βαθύ κίνητρο να ψάξουμε περισσότερο τον σκοπό μας ως άνθρωποι». Με αποχαιρετά με την υπόσχεση ότι θα μείνει στη χώρα μας όσο περισσότερο μπορεί και ότι το Ηρώδειο και η Κάλλας είναι μόνη η αρχή.