Καμιά φορά, ενώ υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Άλλοτε συμβαίνει το αντίθετο: μέσα από συνθήκες αντίξοες και εντελώς ακατάλληλες δημιουργείται κάτι σπουδαίο. Όπως έγινε με τον «Νονό».
Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Ο «Νονός» γράφτηκε από έναν συγγραφέα που δεν ήθελε να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, τα δικαιώματά του αγοράστηκαν από ένα στούντιο που δεν ήθελε να γυρίζει ταινίες για τη Μαφία και τη σκηνοθεσία τελικά ανέλαβε ένας άνθρωπος που δεν είχε καμία όρεξη να ασχοληθεί με όλη αυτή την ιστορία.
Ο βασικός ρόλος, επίσης, δόθηκε σε έναν ηθοποιό που εκείνη την περίοδο θεωρούνταν αναξιόπιστος και ανεπιθύμητος – ο Μάρλον Μπράντο ανέλαβε να ερμηνεύσει τον Βίτο Κορλεόνε έναντι πολύ μικρής αμοιβής.
Από την παραγωγή υπήρχαν ενστάσεις και για τον εκλεκτό του Κόπολα για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, καθώς αυτός ο άγνωστος ηθοποιός που επιλέχθηκε, ονόματι Αλ Πατσίνο, ήταν πολύ κοντός. Ακόμα και η μουσική του Νίνο Ρότα δεν είχε θεωρηθεί, αρχικά, κατάλληλη.
Η περίοδος των γυρισμάτων ήταν γεμάτη τσακωμούς, ματαιώσεις και απρόοπτα, ακόμα και απειλές από τη Μαφία.
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη μυθολογία του Χόλιγουντ. Μέχρι που την άνοιξη του 1972 ο «Νονός» ανέβηκε τελικά στις αμερικανικές αίθουσες, για να βρει κατευθείαν τη θέση του στην κινηματογραφική ιστορία.