O Γιάννης Μπουτάρης και η αυτοβιογραφία του σε βίβλιο! Ένα βιβλίο από το οποίο δεν μπορούσε να λείψει η σχέση του με τον μπασκετικό Άρη!
Διαβάστε σχετικά το άρθρο της “Καθημερινής”:
«Από παιδί ήξερα πως στο αμπέλι θα ρίζωνε η ζωή μου», μου έλεγε πριν από λίγα χρόνια σε μια συνέντευξη για τον «Οινοχόο» της «Καθημερινής». Πράγματι, η ζωή του Γιάννη Μπουτάρη έχει βαθιές ρίζες στο αμπέλι. Καθόλου δεν με εξέπληξε, λοιπόν, ο τίτλος που επέλεξε για την αυτοβιογραφία του (μια αφήγησή του στη συγγραφέα Μαρία Μαυρικάκη): «Εξήντα χρόνια τρύγος…». Στο βιβλίο, όμως, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη και από το οποίο προδημοσιεύουμε αποσπάσματα, το κρασί δεν είναι ο μοναδικός πρωταγωνιστής. Οι γονείς του και οι άνθρωποι που τον καθόρισαν· η Αθηνά, η γυναίκα της ζωής του, τα παιδιά και τα εγγόνια του· η σχέση με τον αδελφό του, Κωνσταντίνο Μπουτάρη· οι επιχειρήσεις και τα γλέντια· τα ρίσκα και οι επιτυχίες· ο αλκοολισμός και οι απώλειες· οι εξευτελισμοί και οι επιτυχίες· η πολιτική, ο Αρης και ο Αρκτούρος – όλα μπερδεύονται γλυκά σε ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Τι το κάνει συναρπαστικό; Η αλήθεια του.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
«Τα παιδικά χρόνια στη Νάουσα
Τις μέρες που δεν είχαμε σχολείο, εγώ και ο Κωνσταντίνος βοηθούσαμε στο μαγαζί. Μεροκάματο κανονικό, βάζαμε τάπες, κολλούσαμε ετικέτες, τοποθετούσαμε τα ποτά στα κιβώτια. Θυμάμαι σειρά τα αμάξια έξω από το μαγαζί, φέρναν το ούζο και το κρασί από τη Νάουσα για εμφιάλωση. Μου άρεσαν η φασαρία, οι γυναίκες που έπλεναν τα μπουκάλια με τα χέρια ή με βούρτσες, οι χορευτικές κινήσεις του τεχνίτη που τα γέμιζε. Επαιρνε το άδειο με το ένα χέρι, το έβαζε αστραπιαία κάτω από τη βρύση που έρρεε το ούζο και το άλλαζε χέρι με ακρίβεια, για να αρπάξει το επόμενο. Λίγο παρακάτω, στην παραλία, χαμάληδες ξεφόρτωναν κρασιά φερμένα από τα νησιά με προορισμό τις αποθήκες του Κονιόρδου, το πρώτο κτίριο μετά την Αριστοτέλους, που ήταν και δικός μας προμηθευτής – ο μπαμπάς φίλος με τον Γιώργο Κονιόρδο. Ολη μέρα σαματάς, πηγαίναμε και κοιτούσαμε, κατά το σούρουπο η κατάσταση γαλήνευε. Οι εργάτες αποκαμωμένοι κάπνιζαν το τσιγαράκι τους και τα λέγανε, οι σκούνες σάλπαραν και ο ήλιος χανόταν στα νερά του Θερμαϊκού. Εμείς γυρίζαμε πίσω για να μην τις φάμε.